- ετερωνυμία
- η (Α ἑτερωνυμία) [ετερώνυμος]1. η ιδιότητα τοῡ ετερώνυμου, η διαφορετική ονομασία2. γραμμ. σχήμα λόγου γνωστότερο ως μετωνυμία* ή υπαλλαγή*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτερωνυμίᾳ — ἑτερωνυμίᾱͅ , ἑτερωνυμία difference of name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερωνυμίας — ἑτερωνυμίᾱς , ἑτερωνυμία difference of name fem acc pl ἑτερωνυμίᾱς , ἑτερωνυμία difference of name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερωνυμίαν — ἑτερωνυμίᾱν , ἑτερωνυμία difference of name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)